ανάθεμα

ανάθεμα
το (Α ἀνάθεμα)
1. οτιδήποτε είναι αποχωρισμένο από το καλό και εγκαταλελειμμένο στο κακό, αφορισμένο, καταραμένο πρόσωπο ή πράγμα
(στά Νεοελληνικά συνήθως σε συνεκφορά με την αναφορική αντωνυμία που) «π' ανάθεμα να γίνει» (κατάρα για πρόσωπα ή πράγματα)
«οὐκ εἰσοίσεις βδέλυγμα εἰς τὸν οἶκον σου καὶ ἀνάθεμα ἔσῃ ὥσπερ τοῡτο»
2. κατάρα, αναθεματισμός
(Εκκλ.) αποκήρυξη, αποβολή από την εκκλησιαστική κοινωνία, αφορισμός
μσν.- νεοελλ.
1. (με αιτ. προσώπου ή πράγματος, με εμπρόθετο προσδιορισμό και αναφορική πρόταση, για να δηλώσει τον άξιο κατάρας ή αποστροφής) «ανάθεμα την ώρα που σέ γνώρισα»
«ἀνάθεμά με, βασιλεῡ, καὶ τρὶς ἀνάθεμά με» (Προδρ. IV 89 a)
2. φρ. «στ' ανάθεμα» (μσν. «εἰς τὸ ἀνάθεμα»), για να εκφράσει κατάρα και αποστροφή για πρόσωπα και πράγματα άξια να πηγαίνουν στον τόπο τού αναθέματος, τού ολέθρου, να αφανιστούν
«σύρε στ' ανάθεμα» «ἄπελθε εἰς τὸ σκότος καὶ εἰς τὸ ἀνάθεμα» (χάσου!) (Θεοφ. 683)
νεοελλ.
1. ο τόπος όπου ρίχνονται οι λίθοι τού αναθέματος (βλ. Λαογρ.)
2. ο σωρός τών λίθων τού αναθέματος
3. (ειδικές χρήσεις) α) με την αναφορική αντωνυμία που, η οποία προτάσσεται βραχυλογικά κατά παράλειψη τού ονόματος
«π' ανάθεμά τον, μέ χτύπησε»
β) με πρόταση που εισάγεται με το κι αν για να δηλώσει έντονη άρνηση
«ανάθεμα κι αν έκλεισα μάτι απόψε» (δεν κοιμήθηκα καθόλου)
γ) με αιτιατική που επέχει θέση αντικειμένου τής επόμενης πρότασης για να δηλώσει έντονη άρνηση
«ανάθεμα τη μόρφωση που έχει», δεν έχει καθόλου μόρφωση
4. (φρ. κατάρας και αποστροφής) «άμε -πήγαινε -σύρε στ' ανάθεμα», χάσου, εξαφανίσου, πήγαινε στον διάβολο
«στέλνω στ' ανάθεμα», βλαστημώ, διαβολοστέλνω
αρχ.
ανάθημα, αφιέρωμα, προσφορά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνατίθημι. Η λ. ἀνάθεμα, παράλληλα προς το αρχ. ἀνάθημα, σήμαινε ήδη στην Αρχαία «αφιέρωμα στον ναό του θεού». Η λ. απαντά στη μετάφραση τών Εβδομήκοντα (3ος-2ος π.Χ. αιώνας) τόσο με τη σημασία τού αφιερώματος όσο και με τη σημασία τού κακού, τού καταραμένου πράγματος, που προκαλεί αποστροφή. Η δεύτερη σημασία τής λ., η οποία διατηρήθηκε στη νεοελλ., προήλθε από την πρώτη, γιατί η λ. σήμανε ειδικότερα αφιέρωμα υπό μορφήν θυσίας στον θεό και συγχρόνως καθετί που καταστρέφεται σαν να γίνεται θυσία στον θεό και που θεωρείται γι' αυτό καταραμένο. Κατά την άποψη τού Α. Παπαδόπουλου (Αθηνά 46, 205), είναι πιθανό ότι, πίσω από την εβραϊκή συνήθεια τού αφιερώματος στον θεό με σφαγές και καταστροφές τών πόλεων τού εχθρού, κρύβεται το πανάρχαιο έθιμο τής προσφοράς θυσίας τών αιχμαλώτων πολέμου στον σύμμαχο θεό. Έτσι και το ρ. ἀναθεματίζω από τη σημασία «αφιερώνω» πέρασε στη σημασία «καταριέμαι».
ΠΑΡ. αναθεματίζω
νεοελλ.
αναθεμάτος, αναθεματούρι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἀνάθεμα — anything dedicated neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανάθεμα — το, ατος 1. αναθεμάτισμα, αφορισμός: Ήταν η εποχή που είχε γίνει το ανάθεμα του Βενιζέλου. 2. έκφραση κατάρας: Ανάθεμά σε ξενιτιά! 3. επιφώνημα στενοχώριας: Ανάθεμα κι αν κατάλαβα τίποτε! …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανάθημα ή ανάθεμα — Στην αρχαιότητα, ο όρος δήλωνε το αφιέρωμα σεέναν θεό. Οαναθέτης προσέφερε ένα αντικείμενο, ένα γλυπτό, ένα κόσμημα ή οτιδήποτε άλλο σχετικό στη θεότητα, ευχαριστώντας για κάτι που πέτυχε ή κέρδισε ή απέκτησε· ευγνωμονώντας για βοήθεια ή θεϊκή… …   Dictionary of Greek

  • ἀνάθεμ' — ἀνάθεμα , ἀνάθεμα anything dedicated neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναθεμάτων — ἀνάθεμα anything dedicated neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναθέμασι — ἀνάθεμα anything dedicated neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναθέμασιν — ἀνάθεμα anything dedicated neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναθέματα — ἀνάθεμα anything dedicated neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναθέματι — ἀνάθεμα anything dedicated neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναθέματος — ἀνάθεμα anything dedicated neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”